χουχουριστής
Смотреть что такое "χουχουριστής" в других словарях:
χουχουριστής — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τής κουκουβάγιας Strix aluco. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. και χούχουλας)] … Dictionary of Greek
χουχουριστής — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τής κουκουβάγιας Strix aluco. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. και χούχουλας)] … Dictionary of Greek